< ἄφυκτος
2 ἀφυλακτέω >
1 ἀφυλακτέω
expresar con ladridos
o
ruidosamente
en v. pas.
λόγοι ἀφυλακτούμενοι
Luc.
Am
.17 (dud., cf.
2
ἀφυλακτέω).